Θέσεις-Προτάσεις ΕΛΠΕ στα πλαίσια της Διαβούλευσης
Η ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ θεωρεί θετικό και σημαντικό το περιεχόμενο και τους στόχους της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ (σε συνέχεια της Οδηγίας 2009/125/ΕΚ) για την Ενεργειακή Απόδοση και καλωσορίζει την επικείμενη ενσωμάτωσή της στο ελληνικό δίκαιο.
Η πρόοδος στον τομέα της ενεργειακής εξοικονόμησης που έχει επιτευχθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και που σύμφωνα με την πρόσφατη Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναμένεται να φτάσει στα επίπεδα του 18-19% μέχρι το 2020, αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, για τη μείωση των δαπανών των επιχειρήσεων και των καταναλωτών για κόστη ενέργειας, για τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης των χωρών από εισαγόμενη ενέργεια και τέλος, αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Για τη βιομηχανία ενεργειακής έντασης, η ενεργειακή εξοικονόμηση αποτελεί μείζον ζήτημα και μία από τις βασικές της προτεραιότητες, καθώς το ενεργειακό κόστος αποτελεί ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του λειτουργικού της κόστους. Σε ό,τι αφορά τον κλάδο της Διύλισης, το κόστος ενέργειας αποτελεί τουλάχιστον το 50% του λειτουργικού κόστους των διυλιστηρίων και γι αυτό αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί ένα εξαιρετικά ισχυρό κίνητρο για ενεργειακή εξοικονόμηση. Για το λόγο αυτό, οι προσπάθειες εξοικονόμησης, τα μέτρα και οι επενδύσεις των διυλιστηρίων προς αυτή την κατεύθυνση είναι συνεχείς και δεν εναπόκεινται μόνο στις νομοθετικές υποχρεώσεις.
Επιπλέον αυτού, οι ήδη υπάρχουσες νομοθεσίες και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές και στις οποίες εμπίπτει ο κλάδος της Διύλισης, όπως το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου (ΣΕΔΕ), η Οδηγία για τις Βιομηχανικές Εκπομπές κ.ά., συντελούν στην εξοικονόμηση ενέργειας και συμβάλουν στην επίτευξη των ενεργειακών στόχων. Βάσει αυτού, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος επιβολής νέων υποχρεωτικών στόχων ενεργειακής απόδοσης, καθώς κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε αλληλεπικαλύψεις και ανώφελα πρόσθετα βάρη σε σχέση με τις στόχους του ΣΕΔΕ τόσο στις επιχειρήσεις που ήδη έχουν επωμισθεί το αναλογούν κόστος, όσο και στο κομμάτι των διοικητικών βαρών.
Με βάση τα παραπάνω, είναι πολύ σημαντική η πρόοδος που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια από την ευρωπαϊκή βιομηχανία, η οποία μείωσε την ενεργειακή της ένταση κατά 19% στην περίοδο μεταξύ 2001 και 2011.
Ωστόσο, πολύ μεγάλα παραμένουν τα περιθώρια βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης σε άλλους τομείς, όπως πχ τον κτιριακό, ο οποίος έχει το μερίδιο του λέοντος στην κατανάλωση ενέργειας καταναλώνοντας το 40% της ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με δεδομένα τα πολύ υψηλά περιθώρια εξοικονόμησης ενέργειας που εξακολουθεί να έχει ο τομέας, σε αυτόν πιστεύουμε ότι πρέπει να δοθεί η μεγάλη έμφαση των νέων μέτρων.
Σε ό,τι αφορά τον κλάδο της διύλισης και τον κλάδο της λιανικής εμπορίας καυσίμων, στο προτεινόμενο για διαβούλευση Σχέδιο Νόμου, υπάρχουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με την Έκθεση που είχε υποβάλει το ΥΠΕΚΑ προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ενεργειακή Απόδοση[1], τον Δεκέμβριο 2013, κάτι το οποίο δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για νέα μεγάλα βάρη στους δύο αυτούς κλάδους.
Αναλυτικά σχόλια ανά άρθρο του Σχεδίου Νόμου δίνονται στο Παράρτημα.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Σχόλια και Προτάσεις επί του Σχεδίου Νόμου για την ενσωμάτωση στο Ελληνικό Δίκαιο της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ για την Ενεργειακή Απόδοση
Άρθρο 8: Καθεστώτα επιβολής υποχρέωσης ενεργειακής απόδοσης (άρθρο 7 της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ)
Παράγραφος 2
Ο υπολογισμός των εξοικονομήσεων ενέργειας με βάση τις κατ' όγκο ετήσιες πωλήσεις ενέργειας αντιβαίνει στους κανόνες της οικονομικής ανάπτυξης και της επιχειρηματικής ελευθερίας, τη στιγμή μάλιστα που η εξοικονόμηση ενέργειας για τις εταιρείες αποτελεί πάγια προσπάθεια μείωσης του λειτουργικού τους κόστους.
Παράγραφος 3γ
Για τον υπολογισμό της ποσότητας εξοικονομήσεων ενέργειας για την περίοδο 2014-2020, η διατύπωση της συγκεκριμένης παραγράφου αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εξαίρεσης των πωλήσεων ενέργειας κατ’ όγκον που χρησιμοποιούνται σε βιομηχανικές δραστηριότητες που εμπίπτουν στις διατάξεις του Συστήματος Εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής.
Αυτό έρχεται σε αντίθεση και αναιρεί όσα προβλέπονταν στην Έκθεση του ΥΠΕΚΑ για την Ενεργειακή Απόδοση, (Δεκέμβριος 2013), παράγραφο 2.1 «Υπολογισμός συνολικού στόχου εξοικονόμησης ενέργειας» σύμφωνα με την οποία
«η επίτευξη του ανώτατου ορίου μείωσης 25% πραγματοποιήθηκε αφαιρώντας από το μέσο όρο της τελικής κατανάλωσης ενέργειας της τριετίας 2010-2012 (10.483 ktoe), βάσει της οποίας προσδιορίζεται ο στόχος του άρθρου 7, ισοδύναμη ενέργεια 552 ktoe που αφορά σε μέρος της θερμικής κατανάλωσης ενέργειας των βιομηχανικών δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στην εφαρμογή της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.»
Θα πρέπει να καταγραφεί σαφώς ότι θα εξαιρεθούν από τα υπόχρεα μέρη τα διυλιστήρια, και γενικότερα οι βιομηχανίες που εμπίπτουν στις διατάξεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση συστήματος για την εμπορία των δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, όπως άλλωστε επιτρέπει το άρθρο 7 της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ και όπως καταδεικνύεται από την υποβληθείσα έκθεση του ΥΠΕΚΑ για τους λόγους που παραθέσαμε παραπάνω εισαγωγικά:
υψηλό κόστος ενέργειας που αποτελεί σταθερό κίνητρο εξοικονόμησης για τη βιομηχανία ενεργειακής έντασης,
αλληλοεπικάλυψη των νέων πιθανών υποχρεώσεων εξοικονόμησης με τους στόχους του ΣΕΔΕ με αποτέλεσμα ανώφελα πρόσθετα βάρη για τις επιχειρήσεις που ήδη έχουν επωμισθεί το αναλογούν κόστος, αλλά και
σημαντικά διοικητικά βάρη.
Παράγραφος 3α και 4
Για τον υπολογισμό της ποσότητας εξοικονομήσεων ενέργειας για την περίοδο 2014-2020, η διατύπωση της συγκεκριμένης παραγράφου αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εξαίρεσης των πωλήσεων ενέργειας κατ’ όγκον που χρησιμοποιούνται στις μεταφορές.
Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι μεταφορές θα εξαιρεθούν, όπως άλλωστε επιτρέπει το αντίστοιχο άρθρο της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ. Η κατ’ απόλυτη τιμή μείωση της κατανάλωσης ενέργειας δεν αποτελεί απόδειξη ότι υλοποιήθηκαν μέτρα ενεργειακής εξοικονόμησης, αλλά μπορεί να προέρχεται από την οικονομική ύφεση και παρόλο που μπορεί να καταγράφεται μείωση της κατανάλωσης στις μεταφορές, να μην υπάρχει καμία πρόοδος στην εξοικονόμηση και την ενεργειακή αποδοτικότητα. Υπενθυμίζουμε ότι ο κλάδος της εμπορίας (διανομείς και εταιρείες λιανικής πώλησης καυσίμων κίνησης), έχει υποστεί δραματική καθίζηση τα τελευταία χρόνια, που ανέρχεται στο 38% και ειδικά στο Πετρέλαιο θέρμανσης στο 70% (στοιχεία ΣΕΕΠΕ, Οκτ.2013). Η στόχευση επομένως πρέπει να είναι στην ενεργειακή αποδοτικότητα στις μεταφορές και όχι στον απλό περιορισμό της κατανάλωσης και των μεταφορών.
Παράγραφος 4
Ο καθορισμός υπόχρεων μερών, όπως ορίζεται με τη φράση :
«Τα καθεστώτα επιβολής υποχρέωσης ενεργειακής απόδοσης της παραγράφου 1 επιβάλλονται με αντικειμενικά και αμερόληπτα κριτήρια σε υπόχρεα μέρη μεταξύ των διανομέων ενέργειας ή/και των επιχειρήσεων λιανικής πώλησης ενέργειας ή/και των διανομέων καυσίμων κίνησης ή των επιχειρήσεων λιανικής πώλησης καυσίμων κίνησης, που λειτουργούν στην επικράτεια της χώρας»,
έρχεται σε αντίθεση και αναιρεί όσα προβλέπονταν στην Έκθεση του ΥΠΕΚΑ για την Ενεργειακή Απόδοση, παράγραφος 3, (Δεκέμβριος 2013), σύμφωνα με την οποία
«Για την εκπλήρωση του στόχου εξοικονόμησης ενέργειας επιλέγεται αποκλειστικά η υιοθέτηση κατάλληλων μέτρων πολιτικής χωρίς τη θέσπιση καθεστώτος επιβολής υποχρέωσης ενεργειακής απόδοσης σε υπόχρεα μέρη (εταιρείες λιανικής πώλησης ενέργειας και διανομείς ενέργειας)»,
κάτι που δίνεται ως δυνατότητα στα Κράτη Μέλη, με βάση το άρθρο 7, παρ.9 της Οδηγίας 2012/27//ΕΕ.
Με το παραπάνω κείμενο του προτεινόμενου νομοσχεδίου, όχι μόνο ορίζονται υπόχρεα μέρη, αλλά μεταξύ αυτών, αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο να περιλαμβάνονται και οι διανομείς καυσίμων κίνησης ή οι επιχειρήσεις λιανικής πώλησης καυσίμων κίνησης, που λειτουργούν στην επικράτεια της χώρας. Και μάλιστα,
«Το ποσό της εξοικονόμησης ενέργειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης επιτυγχάνεται από τα υπόχρεα μέρη σε τελικούς καταναλωτές»
Σε αυτό το σημείο τονίζεται ότι η συμπεριφορά ενεργειακής αποδοτικότητας των τελικών καταναλωτών δεν είναι στη σφαίρα επιρροής των εταιριών διανομής ή των εταιριών λιανικής πώλησης καυσίμων κίνησης. Επομένως η θέσπιση μιας τέτοιας υποχρέωσης για τη συμπεριφορά του τελικού καταναλωτή δεν μπορεί να χρεωθεί στις εταιρείες. Επίσης, δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί και αποτιμηθεί σε ποιο βαθμό μια εξοικονόμηση των τελικών καταναλωτών οφείλεται στην εταιρεία καυσίμων. Εξάλλου, ειδικά στην περίπτωση του δικτύου λιανικής πώλησης καυσίμων κίνησης, δεν υφίσταται μια σταθερή σχέση σύμβασης πελάτη-εταιρείας (όπως συμβαίνει πχ στις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας), με αποτέλεσμα οι εταιρείες να μην έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν και να καταγράψουν τις συμπεριφορές ενεργειακής αποδοτικότητας των πελατών τους, οι οποίοι συνήθως δεν είναι σταθεροί, γνωστοί και καταγεγραμμένοι.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, όπως προκύπτει από σχετική αναφορά[2], η οποία αποτιμά τα Εθνικά Σχέδια που υποβλήθηκαν από τα Κράτη Μέλη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η συντριπτική πλειοψηφία των Κρατών Μελών (26 από τα 28 Κ-Μ) δεν εντάσσει τις εταιρείες διανομής και τις εταιρείες λιανικής πώλησης καυσίμων κίνησης στα υπόχρεα μέρη. Η Ελλάδα περιλαμβάνεται στα 26 Κ-Μ, σύμφωνα με την Έκθεση του ΥΠΕΚΑ για την Ενεργειακή Απόδοση που προαναφέρθηκε.
Για τους παραπάνω λόγους πρέπει να εξαιρεθούν σαφώς οι εταιρείες διανομής και οι εταιρείες λιανικής πώλησης καυσίμων κίνησης από τα υπόχρεα μέρη.
Άρθρο 9, Ενεργειακοί έλεγχοι και συστήματα ενεργειακής διαχείρισης, Παράγραφος 10
Παρά την εξαίρεση από την υποχρέωση ανεξάρτητου ενεργειακού ελέγχου των επιχειρήσεων που εφαρμόζουν σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης, επιβάλλεται η εφαρμογή της υπ' αριθμ. Δ6/Β/ΥΚ/11038/8.7.1999 κοινής υπουργικής απόφασης για τον ενεργειακό έλεγχο, η οποία κρίνεται ιδιαιτέρως απαιτητική. Προτείνεται να κρίνεται επαρκής για την εξαίρεση από τον ενεργειακό έλεγχο (όπως αυτός ορίζεται στην παρ.7 του Άρθρου 9), η ύπαρξη ενεργειακών δεικτών και ελέγχου αυτών εντός του συστήματος περιβαλλοντικής διαχείρισης.
Άρθρο 14, Προώθηση της απόδοσης στη θέρμανση και ψύξη
Η ενεργειακή βιομηχανία, για τους λόγους που παρατίθενται και εισαγωγικά, προωθεί επενδύσεις οι οποίες αποβλέπουν στην αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας, μέσα από διάφορες τεχνολογίες, μεταξύ των οποίων και η συμπαραγωγή υψηλής απόδοσης. Είναι θετικά όλα τα μέτρα που αποβλέπουν σε κίνητρα αγοράς για την προώθηση τέτοιων τεχνολογιών, αλλά η υποχρεωτική επιβολή τους περιορίζει τους βαθμούς επιχειρηματικής και τεχνολογικής ελευθερίας, αυξάνοντας τα κόστη ή/και περιορίζοντας τις επιχειρήσεις να κάνουν τη βέλτιστη απόδοση των επενδύσεών τους προς όφελος της ενεργειακής αποδοτικότητας. Γι αυτούς τους λόγους, αν και η οικονομική ενίσχυση για την προώθησή τους είναι θετική και θεμιτή, η υποχρεωτική θεσμοθέτησή τους πρέπει να αποφευχθεί ώστε να μην επιφέρει περιορισμούς και στρεβλώσεις.
Ειδικότερα, ως προς τις επιμέρους παραγράφους του άρθρου, σημειώνουμε ότι:
η απόφαση για τη χωροθέτηση μιας νέας θερμοηλεκτρικής μονάδας μπορεί να παρθεί μόνο με βάση τις οικονομικές προϋποθέσεις και τις απαιτήσεις υποδομών. Η ύπαρξη ενός σημείου ζήτησης θέρμανσης δεν μπορεί να είναι υποχρεωτική απαίτηση για μια επενδυτική απόφαση για τη χωροθέτηση μιας νέας θερμοηλεκτρικής μονάδας.
[1] ΥΠΕΚΑ, ΕΚΘΕΣΗ βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 9 της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την Ενεργειακή Απόδοση, την τροποποίηση των Οδηγιών 2009/125/ΕΚ και 2010/30/ΕΕ και την κατάργηση των Οδηγιών 2004/8/ΕΚ ΚΑΙ 2006/32/ΕΚ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013
[2] The Coalition for Energy Savings, “Implementing the EU Energy Efficiency Directive : Analysis of Article 7 Member States Reports”, April 2014
Εισαγωγή
Το λαθρεμπόριο υγρών καυσίμων και, κατά κύριο λόγο, η πώληση πετρελαίου θέρμανσης ως πετρέλαιο κίνησης, υπήρξε επί πολλά χρόνια ένα μείζον πρόβλημα της χώρας, αφενός πλήττοντας την αγορά και τις συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού και αφετέρου δημιουργώντας σημαντικό ζήτημα φοροδιαφυγής και περιβαλλοντολογικής επιβάρυνσης λόγω των αυξημένων ρύπων από τη χρήση πετρελαίου θέρμανσης, λόγω παράνομης αντικατάστασης πετρελαίου κίνησης από πετρέλαιο θέρμανσης, του οποίου η περιεκτικότητα σε Θείο είναι εκατονταπλάσια αυτής του πετρελαίου κίνησης.
Το μέτρο της εξίσωσης του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης ανάμεσα στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης που επιβλήθηκε τον Οκτώβριο του 2012 (αύξηση από €60/m3 σε €330/m3 στο πετρέλαιο θέρμανσης και μείωση από €412/m3 σε €330/m3 στο πετρέλαιο κίνησης) αποσκοπούσε στην πάταξη του λαθρεμπορίου και των συνεπειών της, παράλληλα με την θεσμοθέτηση επιδόματος θέρμανσης για τις ασθενείς οικονομικά ομάδες του πληθυσμού. Ωστόσο, το μέτρο αυτό, αν και λειτούργησε προς την κατεύθυνση της εξάλειψης του λαθρεμπορίου του πετρελαίου θέρμανσης ως πετρέλαιο κίνησης (όπως αποδεικνύεται από την άμεση αύξηση της κατανάλωσης του πετρελαίου κίνησης, ειδικότερα στις αγροτικές περιοχές), είχε άλλες σοβαρές παρενέργειες καθώς σε συνδυασμό με την οικονομική ύφεση, δημιούργησε έντονο κοινωνικό πρόβλημα αναφορικά με την θέρμανση των πολιτών και ταυτόχρονα επιβάρυνση του περιβάλλοντος (ιδίως στα αστικά κέντρα) από την χρήση άλλων πηγών ενέργειας (καυσόξυλα, pellets). Παράλληλα, οδήγησε σε σημαντικότατη πτώση της κατανάλωσης πετρελαίου θέρμανσης (72%) και μείωση των δημοσιονομικών εσόδων.
Απόψεις επί προτεινόμενης μείωσης ΕΦΚ πετρελαίου θέρμανσης
H μείωση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης που συζητείται, θα λειτουργήσει ευεργετικά για την ανακούφιση μεγάλης μερίδας των πολιτών που δοκιμάζονται οικονομικά τα τελευταία χρόνια και που εξαναγκάστηκαν σε μεγάλες περικοπές, επιδεινώνοντας το βιοτικό τους επίπεδο.
Όμως η μείωση αυτή πρέπει να συνδυασθεί με την πλήρη ολοκλήρωση και λειτουργία του συστήματος Εισροών/ Εκροών σε όλα τα πρατήρια υγρών καυσίμων και στους μεταπωλητές πετρελαίου θέρμανσης της χώρας, όπως θεσμοθετήθηκε με τον Νόμο 4072/2012, εξασφαλίζοντας έτσι την πλήρη εξάλειψη της φοροδιαφυγής και του αθέμιτου ανταγωνισμού. Μετά την πλήρη εφαρμογή του συστήματος εισροών-εκροών, η αγορά των υγρών καυσίμων θα μπορέσει να ξαναβρεί μια ισορροπία, αφού θα καταστήσει εφικτή τη διασταύρωση και επιβεβαίωση στοιχείων από τις αρμόδιες υπηρεσίες σε ολόκληρο τον κύκλο διακίνησης και εμπορίας υγρών καυσίμων, κάτι το οποίο θα οδηγήσει και στη συνολική βελτίωση των κρατικών εσόδων από ΕΦΚ και ΦΠΑ καυσίμων.
Εναλλακτικά, στην περίπτωση μη έγκαιρης λειτουργικής ολοκλήρωσης του συστήματος εισροών-εκροών στα πρατήρια και μεταπωλητές Θέρμανσης, θα μπορούσε να εξετασθεί το μέτρο της διεύρυνσης των κριτηρίων του επιδόματος Θέρμανσης (π.χ. σε όλες τις πρώτες κατοικίες με μοναδικό περιορισμό την επιφάνεια), το οποίο εκτιμούμε ότι θα έχει τα ίδια κοινωνικά αποτελέσματα, αλλά αυξημένο δημοσιονομικό κόστος λόγω των αυξημένων εκροών από το επίδομα Θέρμανσης.
Συμπεράσματα
Εξετάζοντας τα δημόσια οικονομικά για την περίοδο από το 2011 μέχρι σήμερα καθώς και την επίπτωση διαφόρων σεναρίων μείωσης του ΕΦΚ του πετρελαίου θέρμανσης (βλ. Παράρτημα), προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
- Μία μείωση του ΕΦΚ του πετρελαίου θέρμανσης κατά 20% εκτιμάται ότι θα έχει ουδέτερο αποτέλεσμα στα συνολικά δημοσιονομικά έσοδα πετρελαίου κίνησης και θέρμανσης το 2014 με βάση τις πραγματικές καταναλώσεις του 1ου πενταμήνου και εκτίμηση για το υπόλοιπο διάστημα του έτους.
- Τα δημοσιονομικά έσοδα 2015 από τις εισπράξεις ΕΦΚ και ΦΠΑ πετρελαίου κίνησης και θέρμανσης το 2015 προβλέπεται να είναι αυξημένα κυρίως λόγω της αύξησης της κατανάλωσης του πετρελαίου κίνησης.
- Οποιοδήποτε σενάριο μείωσης του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης θα πρέπει οπωσδήποτε να συνοδευτεί με την ολοκλήρωση και πλήρη λειτουργία του συστήματος εισροών – εκροών στα πρατήρια αλλά και στους μεταπωλητές πετρελαίου θέρμανσης.
- Έχει γίνει τεράστιο έργο και ήδη σήμερα περίπου το 90% των πρατηρίων της φάσης Α (Αττική και Θεσσαλονίκη) και της φάσης Β (Ηράκλειο, Πάτρα, Λάρισα, Βόλος και Ιωάννινα) έχει εγκαταστήσει συστήματα εισροών-εκροών. Πρέπει όμως να ολοκληρωθεί επιτυχώς και εντός του χρονοδιαγράμματος το πληροφοριακό σύστημα της Γεν. Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, το οποίο θα υποδέχεται τα στοιχεία από τα πρατήρια και θα εξασφαλίσει την πλήρη εξάλειψη της φοροδιαφυγής και του αθέμιτου ανταγωνισμού, διαφορετικά όλες οι θυσίες καταναλωτών, πρατηριούχων και ολόκληρου του κλάδου θα πάνε χαμένες.